- Κήτειοι
- Κήτειοιmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κήτειοι — κήτειος of sea monsters masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κητείοις — Κήτειοι masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κητείοισιν — Κήτειοι masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κητείους — Κήτειοι masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κητείων — Κήτειοι masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήτειος — α, ο (Α κήτειος, εία, ον) [κήτος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κήτος ή που προέρχεται από κήτος («κήτεαι γένυες», Νόνν.) νεοελλ. φρ. «κήτειον σπέρμα» κητόσπερμα* αρχ. 1. πολύ μεγάλος, πελώριος, τερατώδης 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κητεία α) το… … Dictionary of Greek